Το λινάρι έχει καταγωγή από την Ασία και είναι ένα από τα αρχαιότερα κλωστικά φυτά. Δείγματα λινών υφασμάτων βρέθηκαν σε ανασκαφές σε άριστη κατάσταση και χρονολογούνται από τη νεολιθική εποχή. Στην Αίγυπτο το 3400 π.Χ. κατασκεύαζαν υφάσματα και ρούχα από λινάρι. Στις πυραμίδες μερικές από τις μούμιες ήταν τυλιγμένες με λεπτές λωρίδες από λινό ύφασμα. Από την Αίγυπτο το λινάρι διαδόθηκε στις άλλες χώρες της Μεσογείου και στη συνέχεια στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ο Πλίνιος το ανέφερε ως θαυματουργό και ήταν γνωστό στην Ελλάδα ήδη από το 5000 π.Χ. για τις πολύτιμες φαρμακευτικές του δράσεις, αλλά και για το αρωματικό του έλαιο. Ο λιναρόσπορος χρησιμοποιούνταν ως γαρνίρισμα στα ψωμάκια ιδιαίτερα στην Σπάρτη ήδη από το 600 π.Χ. και οι Αθηναίοι έτρωγαν το «νωγάλευμα» (λιναρόσπορο και μέλι) ως επιδόρπιο. Τα νωγαλεύματα, όπως συνηθίζουν να αποκαλούν οι πρόγονοί μας τις λιχουδιές, σερβίρονται ως τελευταίο πιάτο. Η Ρωσία έχει τη μεγαλύτερη παραγωγή λιναριού στον κόσμο με 250.000 τόνους ετησίως και πάνω από το ¼ της παγκόσμιας παραγωγής. Ακολουθούν η Γαλλία, η Λευκορωσία, η Ινδία και η Λιθουανία. Στην Ελλάδα η καλλιέργεια του είναι σε μικρή έκταση και περιορίζεται στη Μεσσηνία. Είναι πλούσιος σε ωμέγα-3 λιπαρά οξέα, ασβέστιο, μαγνήσιο, πρωτεΐνες, βιταμίνη Ε, μονοάκορεστα λιπαρά και φυτικές ίνες.Έχει αντιφλεγμονώδη δράση και συμβάλλει στην ενίσχυση του ανοσοποιητικού συστήματος. Όπως και οι άλλοι σπόροι, ο λιναρόσπορος είναι μια υγιεινή τροφή.