Η φάβα ανήκει στα όσπρια, και προέρχεται από το λαθούρι όπου αλέθονται ή βράζονται και μας δίνουν το γνωστό χυλό της φάβας.Οι πιο γνωστές ποικιλίες είναι η «Φάβα Φενεού ΠΓΕ», που καλλιεργείται στην περιοχή του Φενεού και της Στυμφαλίας και η «Φάβα Σαντορίνης ΠΟΠ». Καλλιεργείται στην Ελλάδα από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα. Η φάβα είναι ιδιαίτερα πλούσια σε φυτικές πρωτεΐνες, υδατάνθρακες και φυτικές ίνες, που την καθιστά ένα τρόφιμο υψηλής διατροφικής αξίας. Σε περιόδους νηστείας ή σε χορτοφαγικές διατροφές μπορεί να υποκαταστήσει το κρέας, όπως συμβαίνει και με όλα τα όσπρια, αρκεί να συνοδεύεται από δημητριακά για να αναπληρωθούν τα πολύτιμα αμινοξέα, όπως η μεθειονίνη που απουσιάζει. Οι φυτικές ίνες που περιέχει βοηθούν στην καλύτερη λειτουργία του πεπτικού μας συστήματος, προκαλούν κορεσμό, μειώνουν τα μεταγευματικά επίπεδα γλυκόζης και τα επίπεδα της «κακής» LDL χοληστερόλης. Παράλληλα, είναι χαμηλή σε λιπαρά και χοληστερόλη και περιέχει λίγες θερμίδες. Η φάβα περιέχει βιταμίνες του συμπλέγματος Β, που βοηθούν στο νευρομυικό μας σύστημα και τη μνήμη, ενώ ο σίδηρος είναι υπεύθυνος για το σχηματισμό των ερυθρών αιμοσφαιρίων μας. Η φάβα θεωρείται καλοκαιρινό φαγητό και μπορεί να καταναλωθεί ως πηχτός χυλός, συνοδεία λεμονιού που εξαιτίας της βιταμίνης C που περιέχει βοηθάει και στην καλύτερη απορρόφηση του σιδήρου της. Επίσης, συνοδεύεται άριστα από την κάππαρη, το ελαιόλαδο και το κρεμμύδι.