Το κύμινο είναι φυτό ιθαγενές από την ανατολική Μεσόγειο μέχρι την Ινδία, ενώ πλέον καλλιεργείται στην Κίνα και το Μεξικό. Οι σπόροι του χρησιμοποιούνται για να δώσουν άρωμα στις κουζίνες πολλών διαφορετικών πολιτισμών, ενώ χρησιμοποιείται και ως φαρμακευτικό φυτό, ως χωνευτικό, καθώς επίσης και για την αύξηση του σιδήρου στο αίμα στην αναιμία και τη μείωση των συμπτωμάτων στο κοινό κρυολόγημα. Στον αρχαίο Αιγυπτιακό πολιτισμό, το κύμινο χρησιμοποιήθηκε ως καρύκευμα και ως συντηρητικό στην ταρίχευση. Το κύμινο ήταν στην αρχαία Κρήτη ένα σημαντικό μπαχαρικό για τον Μινωικό πολιτισμό. Οι αρχαίοι Έλληνες διατηρούσαν το κύμινο στο τραπέζι, σε δικό του περιέκτη και αυτή η πρακτική ακόμα συνεχίζεται στο Μαρόκο. Ο κύριος παραγωγός και καταναλωτής κύμινου είναι η Ινδία. Οι σπόροι κύμινου, χρησιμοποιούνται ως καρύκευμα για τη χαρακτηριστική τους γεύση και άρωμα.Οι σπόροι του βοτάνου περιέχουν αιθέριο έλαιο με βασικό συστατικό τις κουμινικές αλδεϋδες, κουμινική αλκοόλη, μυρκίνη, λιμονίνη, πικρές ουσίες, μέταλλα και σταθερό έλαιο. Δρα θετικά ως χολαγωγό μέσο, στις ασθένειες της χολής και του παγκρέατος όπως είναι καθαρτικό, διουρητικό, ορεκτικό και ευστόμαχο, σπασμολυτικό, εμμηναγωγό και αντιφυσητικό.