Ενδείξεις γεωργικής δραστηριότητας στην Ελλάδα ανάγονται στην περίοδο 6.200-5.300 π.Χ. όπου πλέον καλλιεργούνται συστηματικά κριθάρι, κεχρί, βρώμη, σιτάρι, φακές, μπιζέλια και βελανίδια. Τα δημητριακά αποτελούσαν την κύρια βάση της διατροφής για τους αρχαίους. Το πρωινό, το οποίο ονομαζόταν συνήθως «άριστον», αποτελείτο από ψωμί, («μάζα» από κριθάρι για το λαό, «άρτο» από σιτάρι για τους πλούσιους) βουτηγμένο σε ανέρωτο κρασί. Το συμπόσιον (λέξη που σημαίνει «συνάθροιση ανθρώπων που πίνουν») αποτελούσε έναν από τους πιο αγαπημένους τρόπους διασκέδασης των Ελλήνων. Περιελάμβανε δύο στάδια: το πρώτο ήταν αφιερωμένο στο φαγητό, που σε γενικές γραμμές ήταν λιτό, ενώ το δεύτερο στην κατανάλωση ποτού. Στην πραγματικότητα, οι αρχαίοι έπιναν κρασί και μαζί με το γεύμα, ενώ τα διάφορα ποτά συνοδεύονταν από μεζέδες (τραγήματα): κάστανα, κουκιά, ψημένοι κόκκοι σίτου ή ακόμη γλυκίσματα από μέλι, που είχαν ως στόχο την απορρόφηση του οινοπνεύματος ώστε να επιμηκυνθεί ο χρόνος της συνάθροισης. Το δεύτερο μέρος ξεκινούσε με σπονδή, τις περισσότερες φορές προς τιμήν του Διονύσου. Το σιτάρι μπορεί να καταναλωθεί στην αρχική του μορφή ή με τη μορφή ζεστών ή κρύων δημητριακών, σιμιγδάλι, πλιγούρι ή αλεύρι για την παρασκευή πολλών προϊόντων όπως ψωμί και ζυμαρικά. Είναι πλούσιο σε βιταμίνες, μέταλλα, ιχνοστοιχεία και φυτικές ίνες .Είναι πλούσιο σε πολυφαινόλες, καροτενοειδή όπως η λουτεΐνη, φυτοστερόλες και σελήνιο, που έχουν αντιοξειδωτική επίδραση. Επίσης, οι βιοδραστικές αυτές ενώσεις εμφανίζουν αντιμικροβιακές και ανοσορυθμιστικές ιδιότητες. Τα προϊόντα ολικής αλέσεως είναι ευρέως γνωστά, διότι αποτελούν τη βάση της Μεσογειακής Διατροφής και επειδή είναι ελάχιστα επεξεργασμένα και διατηρούν όλα τα μέρη των καρπών τους, προσφέρουν πολλά ευεργετικά θρεπτικά συστατικά. Τα τελευταία χρόνια, το δίκοκκο σιτάρι γνωστό και ως ζέα ή ζεία έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον των καταναλωτών, οι οποίοι το εντάσσουν συχνότερα στις διατροφικές τους συνήθειες.