Η μουστάρδα είναι καρύκευμα είτε σε μορφή σκόνης είτε σε μορφή πάστας. Η χρήση του φυτού της μουστάρδας ως μπαχαρικού, τουλάχιστον με τη μορφή σκόνης, αναφέρεται σε ινδικά και σουμεριακά κείμενα ήδη από το 3000 π.Χ. Αργότερα έχουμε συχνότερες αναφορές σε ελληνικά και ρωμαϊκά κείμενα και στη Βίβλο. Τα σπέρματα της μουστάρδας χρησιμοποιούνταν ως φάρμακο από τον Ιπποκράτη, ενώ έμπλαστρα μουστάρδας θεωρούνταν χρήσιμα, από την παλαιότερη ιατρική, για τις επιπαστικές τους ιδιότητες και τη θεραπεία του κρυολογήματος. Οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι, ανάμειξαν σπόρους μουστάρδας με μούστο για να καταπολεμούν τις φλεγμονές. Ο Διοσκουρίδης έγραψε για πολλά παρασκευάσματα από τα διάφορα είδη μουστάρδας. Ένα από αυτά ήταν ένα είδος λαδιού που φτιάχνεται από σπόρους μουστάρδας και ονομάζεται «σιναπέλαιο». Αυτό, σύμφωνα με τις αναφορές του, υποστήριζε ότι ήταν μια καλή θεραπεία για "ασθένειες μεγάλης διάρκειας, αντλώντας τα προβληματικά υγρά από βαθιά το εσωτερικό του οργανισμού". Η μουστάρδα χρησιμοποιείται ευρέως ως συμπλήρωμα και ενισχυτικό της γεύσης στο κρέας, ειδικότερα στα λουκάνικα και σε σαλάτες.