Το ταχίνι είναι λιπαρή πάστα από ψημένο, τριμμένο, ξεφλουδισμένο σουσάμι που χρησιμοποιείται στις κουζίνες της Βόρειας Αφρικής, της Ελλάδας, του Ιράν, της Τουρκίας και της Μέσης Ανατολής. Το ταχίνι κυκλοφορεί στην αγορά σε δύο τύπους: από σουσάμι αποφλοιωμένο ή αναποφλοίωτο. Το ταχίνι επίσης, σερβίρεται ως βούτηγμα από μόνο του ή ως ένα σημαντικό συστατικό του χούμους, βασικό συστατικό του χαλβά, φτιάχνουμε ταχινόπιτες, ταχινόσουπες, της νηστίσιμης καρυδόπιτας και παγωτού κ.α. Το ταχίνι προέρχεται από την Αραβική λέξη ṭaḥana που σημαίνει «να αλέσει». Το απλό, μη επεξεργασμένο ταχίνι χωρίς πρόσθετα συστατικά, είναι γνωστό και ως «ακατέργαστο ταχίνι».Η παλαιότερη αναφορά του σουσαμιού είναι σε ένα έγγραφο γραμμένο πριν από 4.000 χρόνια σε σφηνοειδή γραφή, όπου περιγράφει το έθιμο της προσφοράς στους θεούς, του κρασιού από σουσάμι. Ο ιστορικός Ηρόδοτος γράφει για την καλλιέργεια του σησαμιού πριν από 3.500 χρόνια στην περιοχή των ποταμών του Τίγρη και Ευφράτη στο Αρχαίο Ιράκ. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως πηγή ελαίου.Το ταχίνι γίνεται από σπόρους σουσαμιού, οι οποίοι εμποτίζονται στο νερό και στη συνέχεια συνθλίβονται για να διαχωριστεί το πίτουρο από τους πυρήνες. Οι συνθλιμμένοι σπόροι εμποτίζονται στο θαλασσινό νερό, προκαλώντας έτσι τη βύθιση του φλοιού. Οι επιπλέοντες πυρήνες ξαφρίζονται από την επιφάνεια, ψήνονται και αλέθονται για να παραχθεί μια ελαιώδης πάστα. Λόγω των ιδιοτήτων που περιέχει το ταχίνι, έχει χαρακτηριστεί ως υπέρ-τροφή (super food).Χάρη στη σύστασή του και στα πλαίσια ενός ισορροπημένου διαιτολογίου, μπορεί να συμβάλλει στην πρόσληψη πρωτεΐνης, βιταμινών του συμπλέγματος Β, ασβεστίου, μαγνησίου, ψευδαργύρου, φωσφόρου και πολυακόρεστων λιπαρών οξέων.Σε σύγκριση με άλλα γλυκά, όπως η σοκολάτα και τα παράγωγά της, το ταχίνι υπερτερεί διότι περιέχει ελάχιστα κορεσμένα λιπαρά.Είναι πλούσιο σε ασβέστιο, σίδηρο, κάλιο, ψευδάργυρο, φώσφορο, μαγνήσιο, χαλκό, μαγγάνιο και σελήνιο.